- λανσάρω
- (λ. γαλλ.), λάνσαρα και λανσάρισα, διαθέτω πρώτος στην αγορά ένα νέο είδος: Λάνσαραν ένα νέο απορρυπαντικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λανσάρω — λανσάρω, λάνσαρα και λανσάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λανσάρω — παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lancer < μεταγενέστ. λατ. lanceare «χρησιμοποιώ τη λόγχη»] … Dictionary of Greek
λανσάρισμα — το [λανσάρω] 1. η παρουσίαση για πρώτη φορά και η διάδοση ή κυκλοφορία ενός προϊόντος, ενός συνθήματος ή, γενικότερα, μιας ιδέας, αντίληψης, θεωρίας κ.τ.ό. 2. (κατ επέκτ.) η χρήση ενός πρωτοεμφανιζόμενου είδους … Dictionary of Greek